Γκουρανάμι (ξόρκι διάλυσης νοικοκυριού)

Τα πολύ παλιά χρόνια τότε που οι μάγισσες ζούσαν στην εύνοια του κόσμου και στον φόβο των εχθρών είχαν ενα πολύ μεγάλο σύμμαχο. Ένα πλάσμα που άγγιζε τους ουρανούς αλλα και την γή. Αυτή η ψυχή κοιτάει τον ήλιο κατάματα χωρίς να τυφλώνεται ζεί στην ζεστασιά του και επιβιώνει με αυτήν. Τούτο οι άνθρωποι το λένε περιστέρι. Οι μάγισσες της Ανατολής λάτρευαν την φωνή του και δεν επέτρεπαν ποτε να τα φυλακίζουν σε χρυσοστόλιστα μεταλικά κλουβιά. Πίστευαν πως αν ποτέ το φυλακίσει εκείνο σε καταριέτε!

Το Γκουρανάμι ήταν ένα ξόρκι που βασίστηκε στην θεωρεία αυτή.
Έπιαναν οι μάγισσες ένα περιστέρι λευκό στην πρώτη μέρα της χάσης, το εδεναν απο το πόδι. Του έδιναν να φάει και να πιει. Την επόμενη νύχτα έγραφαν σε κόκκινο πανί με κάρβουνο το όνομα του εχθρού και το έριχναν σε καυτό νεκρόλαδο. Το μελέταγαν στην νύχτα με λόγια όπως ετούτα:

"Κανλί το γκουρανάμι* να έρθει να σε βρεί
μαυρη τη ζωή σου να την κάνει μαύρη σαν το μαυρί
να σε τυλίξει να σε φάει η μαύρη η στιγμή
κανλί το γκουρανάμι να σε καταραστεί."

Έδεναν το περιστέρι απο τα πόδια με το πανί και το έριναν στην πόρτα του εχθρού.
Το έρμο το ζωντανό χτυπιόταν να ελευθερωθεί και σηκώνονταν το νοικοκυριό στο πόδι.
Το ξόρκι όπως και να γινόταν κακό έσπερνε. Άν οι νοικοκυραίοι έλυναν το ζωντανό πότιζαν τα χέρια τους με νεκρόλαδο, πράμα κακό πολύ. Απο την άλλη άν το άφηναν να σβήσει απο τον τρόμο το περιστέρι έμενε στο σπίτι σαν στοιχειό, να κυνηγά τους νοικοκυραίους.